- συγκατάταξη
- η, Ντοποθέτηση κάποιου μαζί με άλλους ή με άλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκατατάσσω. Η λ., στον λόγιο τ. συγκατάταξις, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Παπαδημητρακόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατατάξῃ — συγκατατάσσω arrange aor subj mid 2nd sg συγκατατάσσω arrange aor subj act 3rd sg συγκατατάσσω arrange fut ind mid 2nd sg συγκατατάσσω arrange aor subj mid 2nd sg συγκατατάσσω arrange aor subj act 3rd sg συγκατατάσσω arrange fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)